- παρατήρηση
- η / παρατήρησις, -ήσεως, ΝΜΑ[παρατηρώ]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατηρώ2. η ένταση τής προσοχής, προσεκτική παρακολούθηση («παρατήρηση τής αλληλουχίας τών γεγονότων»)3. γραμμ. ό,τι σημειώνει, εξετάζει ή σχολιάζει κανείς («ἐκεῑνα μᾱλλον παρατηρήσεως ἄξια», Λογγίν.)νεοελλ.1. στρ. α) κατόπτευση, παρακολούθηση τών κινήσεων τού εχθρού από παρατηρητήριο, αεροπλάνο κ.λπ.β) (ειδικά για το πυροβ.) η επιτήρηση τού εχθρικού εδάφους ή τού πεδίου τής μάχης με σκοπό τον εντοπισμό και την κατάδειξη, τον προσδιορισμό τής θέσης διαφόρων στόχων2. (ψυχολ.) α) (με γενικότερη σημ.) η πνευματική δραστηριότητα τού ανθρώπου με την οποία το άτομο έρχεται σε επαφή με τον περιβάλλοντα αντικειμενικό κόσμο εἴτε με τον ίδιο τον εαυτό τουβ) (με ειδικότερη σημ.), η εσκεμμένη παρακολούθηση ενός επιλεγμένου αντικειμένου προκειμένου να γνωσθούν οι ιδιότητές του3. αντίρρηση, αντίθετη γνώμη, αντιλογία, αντιγνωμία («θα λάβω υπ' όψιν τις παρατηρήσεις σας στο νομοσχέδιο»)4. έλεγχος, επίπληξη, επίκριση («θα σάς κάνω αυστηρότατες παρατηρήσεις»)5. φρ. «γραμματική παρατήρηση» ή «συντακτική παρατήρηση» — παρατήρηση που αναφέρεται σε γραμματικά ή συντακτικά φαινόμενα6. η απευθείας παρακολούθηση τών φυσικών φαινομένων, σε αντιδιαστολή προς το πείραμα, που είναι τεχνητή αναπαραγωγή ενός φαινομένουαρχ.1. προσεκτική θεώρηση, επαγρύπνηση, εποπτεία («διειλημμένοι εἰς παρατήρησιν», Αιν.)2. εμπειρική θεώρηση, εμπειρική εξέταση3. κακόβουλη επιτήρηση με σκοπό την ανακάλυψη σφαλμάτων4. γραμμ. η τήρηση κανόνων5. φρ. α) «μετά παρατηρήσεως» — με δυνατότητα να παρατηρηθεί, να γίνει αντιληπτό κάτι («οὐκ ἔρχεται η βασιλεία τού Θεού μετά παρατηρήσεως», ΚΔ.)β) «κατὰ ἱστορίαν καὶ παρατήρησιν» — με επιστήμη ή απλή εξέτασηΦιλόδ.γ) «ψιλή παρατήρησις» — απλή σημείωση (Απολλ. Δύσκ).
Dictionary of Greek. 2013.